20 Νοε 2008

Ο ΝΕΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ

Αν πιστέψουμε την ιστοσελίδα http://commons.wikimedia.org/wiki/Image:Information_Assurance.png (μοιάζει αξιόπιστη, αλλά στο Διαδίκτυο ποτέ δεν ξέρεις τί γίνεται...) ΑΥΤΗ η εικόνα είναι το έμβλημα της υπηρεσίας διασφάλισης πληροφοριών του Πενταγώνου. Μάλλον θα έπαιζε πολύ Doom ή Dungeons&Dragons αυτός που τη σχεδίασε...

15 Νοε 2008

"Άγιο" Φως


Εξ αφορμής των πρόσφατων ελληνοαρμενικών επεισοδίων στα Ιεροσόλυμα, σκέφτηκα να αναρτήσω ολόκληρο ένα σχετικό άρθρο της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στη διασκεδαστική του (πια) καθαρεύουσα (με μικρές διορθώσεις στη στίξη και φυσικά χωρίς πνεύματα, περισπωμένες και υπογεγραμμένες).

Για όσους βαριούνται να το διαβάσουν ολόκληρο, το πιο νόστιμο σημείο βρίσκεται εδώ



Άγιον Φως. Η περίφημος τελετή του Αγίου Φωτός γίνεται την πρωίαν του Μ. Σαββάτου εις τον Ναόν της Αναστάσεως εις ανάμνησιν του Αγγέλου, όστις απεκύλισε τον λίθον και ούτινος «ην η ιδέα ώσπερ αστραπή». Την ημέραν εκείνην όλη η πόλις και τα περίχωρα σβύνει κάθε φως και κάθε πυρ, αναμένουσα ν’ανάψη από των κηρίων τα οποία θα φέρει έκαστος από τον Ναόν αναμμένα. Ήδη ο ναός είναι σκοτεινός. Έλληνες, Λατίνοι, Αρμένιοι, Κόπται έχουν σβύσει κηρία και λυχνίας των παρεκκλησίων των εν τω Ναώ, όστις ενωρίς ήτο κατάμεστος εκκλησιάσματος, ιδίως ιθαγενών ορθοδόξων, κραυγαζόντων ρυθμικώς διάφορα επιφωνήματα εις τιμήν του Πατριάρχου, του Μοναστηρίου, της Ορθοδοξίας, και εις ύβριν των Αρμενίων. Είναι μία από τας ασχημοτέρας επιδείξεις της θρησκοληψίας όχλου βαρβάρου.


Την 11 πρ. μ. αι στρατιωτικαί αρχαί μετά των δραγομάνων (διερμηνέων) του Ορθοδόξου και του Αρμενικού πατριαρχείου και ο αρχιθυρωρός του ναού, όστις από του 12ου αιώνος ανήκει εις την ιδίαν αραβικήν οικογένειαν, σφραγίζουν διά της σφραγίδος τούτου την θύραν του Κουβουκλίου (ίδε Άγιος Τάφος) τετράκις, παραλαμβάνοντες τον προς τούτο κηρόν και την ταινίαν από τον ορθόδοξον δραγομάνον, τούτο δε εις ανάμνησιν του γραφικού «ησφαλίσαντο τον τάφον σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας». Εννοείται ότι ισχυρά στρατιωτική δύναμις τηρεί την τάξιν. Ο Πατριάρχης μεταβαίνει εις το Άγ. Βήμα του Καθολικού μετά των αρχιερέων και όλων των Αδελφών και εκεί προσέρχονται εις Αρχιερεύς Αρμένιος μετά δύο ιερέων και του δραγομάνου, δύο κληρικοί Κόπται και δύο Συριάνοι και ασπάζονται την δεξιάν του Πατριάρχου, τούτο δε σύμφωνα με τον ορισμόν του Σαλλάχ-εδ-Διν. Κατόπιν 12 ιερείς μετά 4 διακόνων ενδύονται στολάς λευκάς καθώς και ο Πατριάρχης δια την λιτανείαν. Προηγούνται δώδεκα λάβαρα εικονίζοντα τα πάθη και την ανάστασιν, τα εξαπτέρυγα, ο σταυρός, οι ιερείς και οι διάκονοι, ων δύο φέρουσι τους μασαλλάδες, ήτοι πυρσούς καταλήγοντας εις σφαίρας κενάς και διατρήτους διά την διανομήν του αγίου φωτός, και τελευταίος βαδίζει ο Πατριάρχης. Η πομπή εκκινεί εκ της Ωραίας Πύλης του Καθολικού. Φθάσαντες ενώπιον του Κουβουκλίου λιτανεύουσι τρις περί αυτό ψάλλοντες διάφορα κατάλληλα τροπάρια και κατόπιν τον λυχνικόν ύμνον «Φως ιλαρόν».
Μεθ’ό οι μεν άλλοι κληρικοί επιστρέφουν εις το Καθολικόν, ο δε Πατριάρχης απεκδύεται τα αρχιερατικά άμφια και μένει μετά του λευκού στιχαρίου, της ζώνης και του επιγονατίου (ρομφαίας). Υπαινίσσεται τον άγγελον, όστις εκάθησεν επάνω της εισόδου και εκύλισε τον λίθον. Ο δραγομάνος αποσφραγίζει την είσοδον του Κουβουκλίου, το οποίον έχει εντός δύο πολύ στενόχωρα διαμερίσματα. Εις το πρώτον σταματά εισελθών ο Αρμένιος Αρχιερεύς μεθ’ ενός μασαλλά, παρ’ αυτώ δε και ο ημέτερος δραγουμάνος, εις δε το ενδότερον, όπου και ο Τάφος, εισδύει ο Πατριάρχης μετά δύο αργυρών μασαλλάδων. Εκεί γονατίζει και προσεύχεται. Η θύρα του Κουβουκλίου εκλείσθη και πάλιν. Ο Πατριάρχης προσευχηθείς ανάπτει το φως και μεταδίδει αυτό διά της ωοειδούς οπής η οποία είναι ανοιγμένη εις το μαρμάρινον τείχωμα του Κουβουκλίου• το ίδιον κάμνει προς τους ιδικούς του, μεταλαβών παρά του Πατριάρχου, και ο Αρμένιος Αρχιερεύς. Ακαριαίως ο ναός πληρούται από θάλασσαν φλογών. Διότι κάθε προσκυνητής κρατεί τουλάχιστον μίαν δεσμίδα εκ 32 κηρίων μικρών. Είναι δε τόσος ο φανατισμός, ώστε νομίζεται ότι το φως αυτό φωτίζει, αλλά δεν καίει, και δι’ αυτό το πλησιάζουν εις το στήθος των, περιλούουν δι’ αυτού τον πώγωνα και βαπτίζουν εις την φλόγα την χείρα. Εννοείται ότι τας κινήσεις αυτάς κάμνουν ακαριαίως, ότε ο ιδρώς δυσχεραίνει την καύσιν. Ουδείς τολμά επί εν λεπτόν να κρατήσει την χείρα εις την φλόγα, ή τον πώγωνα. Βλέπει κανείς εδώ το ψυχολογικόν φαινόμενον του δισυνθέτου της συνειδήσεως. Τον πυρσόν του Πατριάρχου αρπάζει κληρικός και μεταφέρει αυτόν εις το Άγιον Βήμα του Καθολικού, όθεν μεταδίδεται εις τους εκεί, και κατόπιν εξέρχεται και ο ίδιος, κρατών δέσμην κηρίων ανημμένων.

Καθ’εαυτήν η τελετή είναι μία ωραία, θεατρική αναποφεύκτως, αναπαράστασις συμβολική της Αναστάσεως. Δυστυχώς την ασχημίζει ο βάρβαρος φανατισμός του λαού, και έτι δυστυχέστερον, ότι η εκκλησία αφήνει και υποκαίει την δεισιδαιμονίαν αντί στεντωρείως να φωνάξει ότι δεν πρόκειται περί θαύματος. Αυτός ο Πατριάρχης Χρύσανθος (1680), σπουδάσας αστρονομίαν παρά τω Cassini εν Παρισίοις, γράφων παραινετικήν προς επίσκεψιν των Αγ. Τόπων («Εγχειρίδιον περί της κατ’ εξοχήν υπεροχής της Αγ. Πόλεως Ιερουσαλήμ και του αγ. και ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου κλπ.», Ιερουσαλήμ 1728) παρεκφεύγει να δηλώσει κατηγορηματικώς την σκηνοθεσίαν. Το ίδιον κάμνει δυστυχώς και ο Ιορδάνου Τιμόθεος («Εκατονταετηρίς του Παν. Ναού της Αναστάσεως 1810-1910», Ιεροσόλυμα 1910, σελ. 117). Και αι ασχημίαι δεν περιορίζονται εις την τελετήν. Όσοι έζησαν εις την Ανατολήν μεταξύ Αρμενίων θα παρετήρησαν ότι όταν εις οικίαν ή γραφείον αρμενικόν εισέλθει επισκέπτης ορθόδοξος και προσφέρουν τον απαραίτητον καφέν, ο υπηρέτης φέρει τα κύπελλα κενά, και ενώπιον του επισκέπτου κενώνει τον καφέν, πρώτος δε ροφά ο αρμένιος οικοδεσπότης. Τούτο το κάμνει διά να δείξει ότι ο καφές δεν εμολύνθη με «περιττώματα ανθρώπινα». Η παράδοσις λέγει ότι εις τα 1530 επί Πατριάρχου Σωφρονίου, οι Αρμένιοι διά ραδιουργιών εις το Διβάνιον κατώρθωσαν να αποκλείσουν τους ορθοδόξους έξω εις την Αγίαν Αυλήν, αξιούντες αυτοί να «κατεβάσουν το άγιον φως». Εν περιπτώσει αποτυχίας είχον αναλάβει την υποχρέωσιν να «γευθούν περιττωμάτων». Αλλά το άγιον φως όχι μόνον δεν κατήλθεν εις τας επικλήσεις των, αλλά και διαρρήξαν την κλειστήν Πύλην της μεγάλην εισόδου του Ναού επεφάνη εις τους ενώπιον αυτής αποκλεισμένους ορθοδόξους. Τότε εις εμίρης επίστευσε και έξαλλος εζήτησε παρά του Πατριάρχου να βαπτισθεί. Αλλ’ οι άλλοι παρόντες μουσουλμάνοι τον έσφαξαν αυτοστιγμεί και τον έκαυσαν εις την αγίαν αυλήν, το σκήνος δε του εμίρου δεικνύεται ακόμη εις την εν Ιερουσαλήμ γυναικείαν μονήν της μεγάλης Παναγίας. Οι ορθόδοξοι εξετέλεσαν βιαίως την ποινήν των Αρμενίων, έκτοτε δε οι Αρμένιοι επιζητούν ν’ανταποδόσουν το βδέλυγμα. Όταν δε προσκυνητής επισκέπτεται τον ναόν δεικνύουν εις αυτόν ένα των κιόνων της αριστεράς παραστάδος της Πύλης φέροντα μελανήν σχισμήν. Δι’ αυτής εξέλαμψε το Άγιον Φως αναζητούν τους ορθοδόξους.

Πότε εθεμελιώθη η τελετή αυτή δεν γνωρίζομεν ακριβώς. Γνωρίζομεν ότι τω 1033 ο επίσκοπος Ορλεάνης τυχών εις Ιεροσόλυμα κατά την τελετήν του Αγ. Φωτός ηγόρασε την λυχνίαν παρά του Πατριάρχου αντί λίτρας χρυσού (Raoul Glaper, Hist. IV). Επίσης εις τον ορισμόν του Σαλλάχ-εδ-Διν επιδικάζοντος τα προσκυνήματα εις τους Έλληνας (1188) αναγράφεται ότι «ο Πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαμέ (Ναού Αγ. Τάφου) και αυτός εκ του τάφου του Ικάς θα λαμβάνη το άγιον φως και θα το διανέμη εις τους Ναζωραίους (χριστιανούς)». Εις τα 1482 έστειλεν εις Ιεροσόλυμα μεγιστάνα ίνα επιβλέψει, ώστε να είναι απόλυτος κύριος του Ναού της Αναστάσεως ο Πατριάρχης των ρωμαίων και να τελούν ελευθέρως την εορτήν του Αγίου Φωτός (Welter-Besant, History of Jerusalem, σελ. 494).

Ο σοφός Αδ. Κοραής εις τον Γ΄ τόμον των «Ατάκτων» του δημοσιεύει πραγματείαν μακράν περί τούτου. Υπενθυμίζει ότι παρ’ αρχαίοις Έλλησιν έσχομεν ανάλογα μυθεύματα, οι δε ειδωλολάτραι και μέχρι του 5ου μ. Χρ. αιώνος επίστευον εις παρόμοια εθνικά θαύματα. Οι χριστιανοί πατέρες ουδέν αναφέρουσι μέχρι του 9ου αιώνος μ. Χ. Τότε το πρώτον αναφέρεται, αλλ’ ως αρχαιότερον έθιμον, υπό τινος Βενεδικτίνου Βερνάρδου, όστις το 870 επισκεφθείς την Ιερουσαλήμ, διηγείτο παλινοστήσας ότι είδε την τελετήν του Αγ. Φωτός, ήτις τελείται κατά το Μ. Σάββατον (Beckmann, Litteratur der ältere. Reisbeschreib. II S. 517-520). Αλλ’ ο ολίγον προγενέστερος Φώτιος ουδέν λέγει, ούτε οι άλλοι συγγράψαντες προσκυνηταί ή Πατέρες, ενώ τόσα άλλα λέγουν περί των εκεί θαυμασίων. Φαίνεται ότι η στενή φιλία του Καρόλου Μάγνου μετά του Ααρούν Ελ Ρασήδ, χάρις εις την οποίαν όχι μόνον παρεδόθησαν τα προσκυνήματα εις τους Φράγκους αλλά και μεγίστας δωρεάς και ευκολίας έκαμεν ο Κάρολος, έφερεν εις υλικήν ακμήν τους Φράγκους μοναχούς. Αποθανόντος όμως του μεν Καλίφου τω 809, του δε Καρόλου το 814, η θέσις των καλογήρων οικονομικώς επεδεινώθη και τότε θα εφευρέθη το προσοδοφόρον θαύμα. Διότι ο σουλτάνος της Αιγύπτου και κύριος της Παλαιστίνης Χάκιμ Μπαμρ ιλλάχ μαθών το θαύμα ηγανάκτησε και διέταξε την κατασκαφήν του Ναού (I. L. Moshem, De lumin. Sanct. Sepulcr. XII, σελ. 261).Έπειτα είναι γνωστόν ότι εις τα 569 η αγία Radegonde έκτισεν εις το Poitiers γυναικείον μοναστήριον, εις ό απεσύρθη ζώντος του συζύγου της Clotaire. Έφερε λείψανα αγίων εξ Ανατολής, έλαβε δε τίμιον ξύλον από τον αδελφοκτόνον βασιλέα Ιουστίνον Β΄ της Ιταλίας. Επ’ αυτής εμφανίζεται το πρώτον θαύμα «αγίου Φωτός». Την Μ. Παρασκευήν εγέμισεν η εκκλησία της από φως μυστηριώδες. Το εν Ιεροσολύμοις φως εμφανίζεται επί Φραγκοκρατίας των Προσκυνημάτων. Ο Moshem αναφέρει ότι επί τινος βιβλίου ο ιδιοκτήτης είχε γραμμένα «οι αναγινώκοντες εύχεσθε καμοί τω ταπεινώ Βαρθολομαίω των από Βριτζιάνου (πόλις της Ιταλίας) ίνα επιτύχω της άνω κληρουχίας των δικαίων. Αμήν, Θεού ευδοκούντος δεύτερον απήλθον εις Ιερουσαλήμ, το μεν πρώτον το 1158, το δε δεύτερον το 1668 [sic!], όταν και την παρούσαν βίβλον ηγόρασα. Και αναξίου όντος μου είδα το άγιον φως τω μεγάλω Σαββάτω• ήλθον ώρα ενάτη εκείσε εις τον άγιον τάφον του Χριστού.» Μετ’ αυτόν ο Willebrandus ab Oldenburg είδεν εις Ιεροσόλυμα το άγιον φως τω 1211 (Σύμμικτα Αλλαντίου, Μέρ. Α, σελ. 152-152). Έκτοτε έχομεν πηγάς μαρτυρίας περί της εορτής.Ο Κοραής συμπεραίνει ότι επί Σαλλάχ-εδ-Διν παραλαβόντες τα προσκυνήματα παρελάβομεν και την προσοδοφόρον εορτήν εισαχθείσαν εις Ιεροσόλυμα από το Poitiers. Όταν δε έγινεν υπό του Πάπα Γρηγορίου η μεταρρύθμισις του ημερολογίου (1582) και το Πάσχα των Ορθοδόξων δεν συνέπιπτε πλέον μετά του λατινικού Πάσχα, τότε οι Λατίνοι διετείνοντο ότι το άγιον φως όταν το ετέλουν εκείνοι ήτο αληθινά ουρανοπετές, αλλ’ ημείς εορτάζοντες ημέραν διάφορον από την θεσπισθείσαν υπό του Αγ. Πατρός ανάπτομεν «φως ψευδές». Αλλ’ ο θρησκόληπτος Χριστόφορος ο Άγγελος («Εγχειρίδιον κλπ.» σελ. 818) διαμαρτύρεται λέγων: «Γίνεται δε το θαύμα κατά τον αριθμόν του παλαιού Πάσχατος και ουδαμώς κατά τον αριθμόν του νέου Πάσχατος». Εδοκίμασαν οι Έλληνες ποτέ, από του νυν είκοσι έτη πρότερον ποιήσαι το Πάσχα κατά τον νέον αριθμόν, αλλ’ ουδαμώς εξήρχοντο τα νεκρά σώματα κατά τον νέον αριθμόν• και άλλως το άγιον φως ουκ ήλθε κατά τον νέον αριθμόν, ως έθος εστίν έρχεσθαι κατ’ έτος επί του αγίου τάφου του Χριστού κατά τον παλαιόν αριθμόν του Πάσχατος. Τότε οι Έλληνες περιέμειναν έως του παλαιού αριθμού του Πάσχατος και ήλθε το άγιον φως, και η γη ανέδωκε και έκβαλε τα νεκρά σώματα ως είωθε κατ’ έτος. Και τότε οι Έλληνες εποίησαν το Πάσχα λέγοντες «ιδού ο Θεός δείκνυσιν ημίν το αληθινόν Πάσχα και ου μέλλει ημίν περί σοφίας ανθρώπων». Η ειρωνεία είναι αρκετά δηκτική, διότι οι Λατίνοι συχνά μας κατηγορούσι διά την τελετήν αυτήν του Αγίου φωτός. Είναι δώρημα των Σταυροφοριών. Νομίζομεν όμως οι κληρικοί μας είχον ηθικήν υποχρέωσιν να ενεργήσουν μετά ευθαρσούς χρηστότητος, ώστε η εορτή να διατηρηθεί μεν, αλλά να απαλλαγεί από τον θεοκαπηλικόν της χαρακτήρα.